(…) Στο σημείο αυτό ας δούμε πως περιγράφει αυτολεξεί την κατάσταση ο Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι 1912-1913», (Αθήνα, 1958, σελ. 127-134), στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στα συναισθήματα, αλλά και στις συμπεριφορές που υιοθετούν οι άνθρωποι μπροστά στο φόβο απώλειας της ζωής ή της περιουσίας των.

«Όσο προχωρούσαμε ύστερα πάνω στο μαίανδρο της κατηφοριάς για την πολιτεία, πρόβαλαν μια-μια οι λεπτομέρειές της, οι γελαστοί μπαξέδες των αρχοντικών σπιτιών, τα τζαμά της, το δάσος των μιναρέδων, που τους συναγωνιζότανε στο ύψος με το καμπαναριό της η ελληνική μητρόπολη, με τ΄ άσπρα τόξα της γεμάτα γαλάζιο ουρανό, τ΄ άφθονα κρεμάμενα νερά, οι άπειροι μικροί καταρράκτες, που ο ευχάριστος σάλαγός τους ακουγότανε από μακριά, τα γεμάτα μυστήριο καφάσια, όταν μπαίναμε στην πολιτεία, τόσα και τόσα ζευγάρια τρυφερά μάτια, που κάτω από τη μυστική γοητεία τους οι άντρες πήραν το πιο αρειμάνιο ύφος, οι σαλπιγκτές ανακάλυψαν το πιο φαιδρό εμβατήριο, τ΄ άλογα το πιο περήφανο βήμα και τη φάλαγγα ολάκερη συνεπήρε το ηδονικό ανατρίχιασμα του θριάμβου.

Από τα μπαλκόνια οι Ελληνίδες δακρυσμένες, μας έραιναν με λουλούδια, με κοφέτα, με ρύζι, σα γαμπρούς, και οι άντρες μαζεμένοι εδώ κι εκεί, στα σταυροδρόμια, έσκιζαν τα φέσια τους και ζητωκραύγαζαν. Η κεφαλή της φάλαγγας με τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, τους πρίγκιπες και τους αξιωματικούς του επιτελείου, ξεσήκωνε φρενιασμένη θύελλα ενθουσιασμού. Φιλούσαν τις μπότες τους, τ΄ άλογά τους, ό,τι μπορούσαν να ζυγώσουν. Οι πρίγκιπες κι οι αξιωματικοί του επιτελείου για να δείξουν τη χαρά τους, αντί για λοφία είχανε βάλει στα πηλήκιά τους κάτι κίτρινα αγριολούλουδα, που είχανε κόψει στο πεδίο των επιχειρήσεων.


Αν εξαιρούσε κανείς αυτά όλα, η Βέροια είχε τη συνηθισμένη καθημερινή της όψη. Έμεινε σχεδόν ανέγγιχτη, γιατί δε μεσολάβησε πολύς χρόνος από τη στιγμή πούφυγε ο τούρκικος στρατός ώσπου μπήκε ο δικός μας. Όταν έφτανε ο Μάνος, κατά τις οχτώ, στην πλατεία του Διοικητηρίου, όπου τον πρόσμεναν συνταγμένοι σαν στρατιώτες, ο Μητροπολίτης, οι Έλληνες πρόκριτοι και οι Τούρκοι μπέηδες, ακουγόντανε ακόμα τα σφυρίγματα του τραίνου, πούφευγε με το τελευταίο τούρκικο τάγμα. Οι πλούσιοι μπέηδες, από το άλλο μέρος, ήτανε τύποι μάλλον διεθνείς, όπως όλοι όσοι αισθάνονται βαριά την τσέπη τους. Το συμφέρον αυτό, μονάχα, κανόνιζε κάθε φορά τα δημόσια φρονήματα και τα πολιτικά αισθήματά τους.


Οι μπέηδες, λοιπόν, με τη λεπτή εκείνη όσφρηση που έχουν σ΄ αυτές τις περιστάσεις οι όμοιοί τους, είχανε νιώσει από μέρες τη θέση των πραγμάτων και, καθώς είχανε διδαχτεί πολλά από όσα είχανε φυγε ο τούρκικος στρατός, είχανε πετύχει να καταπραΰνουν τον ερεθισμό και να προλάβουν αντεκδίκηση εναντίον των χριστιανών που το άφευκτο αποτέλεσμά τους θα ήτανε μια εξέγερση αντίρροπη των χριστιανών, μόλις ο ελληνικός στρατός θα παρουσιαζότανε μπροστά στην πόλη. Και τα έξοδα θα τα πλήρωναν αυτοί.


Την πολιτική τους, οι μπέηδες της Βέροιας, συμπλήρωσαν με άμεση συνεννόηση με τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξομολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάμεθ του Ε΄ ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον ελληνικό πληθυσμό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα μιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εμπρησμοί κι οι διαρπαγές.


Ο Τούρκικος όχλος, άλλωστε, άμα δεν του υποδαυλίσεις τον θρησκευτικό του φανατισμό, άμα δεν τον ερεθίσεις, είναι πρόθυμος να δέχεται και τα πια φοβερά περιστατικά με φιλοσοφική απάθεια. Γιατί νιώθει το Θεό πατέρα του κακού, όπως ακριβώς και του αγαθού. Από το άλλο μέρος, όσο του αρέσει να επιβάλλει τη δύναμή του και τη θέλησή του, άλλο τόσο ξέρει να σέβεται και να υπομένει καρτερικά τη δύναμη του άλλου.


Ο Τούρκος, νικημένος, είναι ο πιο πειθήνιος άνθρωπος. Η ηθική, παθητική και σιωπηλή αντίδραση εναντίον της βίας του νικητή, που θέλει συνείδηση κάπως αναπτυγμένη, του είναι άγνωστη. Οι μόνοι άνθρωποι, που η πολιτική των μπέηδων δεν κατάφερε να κερδίσει καθόλου, ήταν οι νοικοκυραίοι, που αποτελούσαν τη μεσαία τάξη, αυτή που σ΄ όλες τις χώρες είναι και θα είναι επί πολλούς αιώνες, για πάντα ίσως ανεξάντλητη εστία εθνικού αισθήματος.
Ενώ οι ακτήμονες του όχλου, μαζεμένοι στα πεζοδρόμια ή στα σταυροδρόμια, μας βλέπανε να παρελαύνουμε με την απλή περιέργεια θεατών ταινίας κινηματογράφου, οι μικρονοικοκυραίοι, αφού φρόντισαν να κλείσουν τα μαγαζιά τους για καλό και για κακό, μας ρίχνανε, πίσω από τα θολά τζάμια των μικρών καφενείων, ματιές γεμάτες από δύσκολα συγκρατούμενο μίσος».


(…) «Πήραμε τον δρόμο για τον τούρκικο στρατώνα, κτίριο απλόχωρο σε σχήμα κεφαλαίου Πι, πάνω σε ύψωμα που επιτηρούσε όλη την πολιτεία. Βρήκαμε υλικό στρατωνισμού, κουβέρτες, όπλα, χάρτες επιτελικούς, σχέδια έργων αμυντικών της Κωνσταντινούπολης, ένα σωρό πράγματα που οι Τούρκοι, πάνω στο σάστισμα της φυγής, είχαν ανακατέψει με τον πιο περίεργο τρόπο. Το επιτελείο έπιασε τη μια πτέρυγα, το προσωπικό των γραφιάδων, ιπποκόμων και υπηρετών την άλλη. Και τα συντάγματα καταυλιστήκανε σ΄ ένα μεγάλο χώρο πίσω από τους στρατώνες, που ίσκιωναν μεγάλα δέντρα και όπου τρέχανε δροσάτες, πλήθος νεροσυρμές».


(…) «Στο μεταξύ, πολλοί από τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς, ηγεμονικά φιλοξενούμενοι από τους Έλληνες της Βέροιας, είχανε παραδοθεί στην απόλαυση σπιτίσιων καλομαγειρεμένων φαγιών που είχανε τόσο επιθυμήσει, ενώ οι οικοδεσπότες, οι γυναίκες και τα κορίτσια τους, με φούστες «αντραβέ», που συναγωνίζονταν σε κομψότητα τις παριζιάνικες, και πρόσωπα που άστραφταν από χαρά, σερβίριζαν όρθιοι, κατά το παλιό μακεδονικό έθιμο, τους απρόοπτους κι αγαπημένους ξένους». 

Οι φωτογραφίες προέρχονται από την προσωπική συλλογή του Γεράσιμου Καλλιγά και την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας