Παγκόσμια ημέρα εκπαιδευτικού σήμερα.

Δάσκαλου καλυτερα κάθε βαθμίδας.

Αυτόν που θέλουμε να βγει από τη «γωνιά» που τον βάλαμε και να πάρει τη θέση που του πρέπει.

Γιατί είναι αυτός που μοιράζεται μαζί μας τις ώρες ζωής και μεγαλώματος των παιδιών μας.

Οφείλει και αυτός και οι γονείς να ξαναβρούν το ρόλο τους και να αποδεχτούν, πως όσο και να αλλάζουν οι καιροί, τα όρια είναι αδήριτη ανάγκη να μπαίνουν και από τις δύο πλευρές.

Και το κυριότερο; Άμεση και συνεχής συνεργασία των δυο πλευρών, όχι μόνο για την πρόοδο στα «γράμματα», αλλά κατά κύριο λόγο, στη συμπεριφορά.

Είναι μεγάλο το θέμα. Σηκώνει πολλή συζήτηση. Κάποια στιγμή και μάλιστα πολύ σύντομα θα πρέπει να την κάνουμε.

Θα μεταφέρω, σε όσους με διαβάζουν, δύο αποσπάσματα από το υπέροχο βιβλίο του Καζαντζάκη «Αναφορά στο Γκρέκο». Πάντα όταν τα διαβάζω συγκινούμαι. Δεν ξέρω γιατί. Ενδεχομένως γιατί φέρνουν σκέψεις για την ισορροπία που είναι εφικτό να υπάρχει ανάμεσα στη μάθηση, τη διασκέδαση και την ευχαρίστηση….

(…)O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.

O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.

Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.

— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.

— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία.

Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.(…)

(…)Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο. 

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! (…)

Νικολέττα Αντωνοπούλου Φλιάταρη