SARAJEVO 1908
….Από το Σκυλίτση φτάσαμε, μετά από μία πορεία 45 λεπτών, στο
Σταυρό, που αποτελούνταν από 25 σπίτια και κατόπιν μπήκαμε στον
στρατιωτικό δρόμο , και μέσω Mikrogusi, το σημερινό Μακροχώρι, (75
σπίτια) φτάσαμε ύστερα από δίωρη πορεία στην Καραφέρια /Βέροια.
Από μακριά ευφραίνονταν το κουρασμένο από την επίπονη πορεία
βλέμμα μας και, γεμάτοι από χαρούμενη προσδοκία , αντικρίσαμε την
υπέροχη καταπράσινη οροσειρά, η οποία απλώνονταν πίσω από την
Καραφέρια. Η οροσειρά αυτή ξεκινάει από τα απότομα στενά του
Wistritza (Αλιάκμονα ποταμό) μέχρι το απώτερο σημείο που καταλήγει η
πεδιάδα προς τα δυτικά, την κοιλάδα Nisia, πλησίον της Wodena /
Έδεσσας.
Τελείως διαφορετική όψη έχει το όρος Βέρμιον συγκριτικά με τα
γυμνά βουνά που βρίσκονται στη βόρεια και στη βορειανατολική πλευρά
της Καμπανίας. Το δάσος αρχίζει πλησίον των ορίων της Καραφέριας
και απλώνεται αφού καλύψει κάθε βουνοπλαγιά με πράσινο μέχρι την
κορυφογραμμή. Η ανοδική πορεία, για να φθάσει κάποιος στην κορυφή,
διαρκεί 6 ώρες. Το δάσος αποτελείται από βελανιδιές , φιλύρες,
καστανιές πλατάνια, κόκκινα έλατα και πυξάρια , στα ψηλότερα δε
βρίσκει κάποιος πεύκα και έλατα, Η Macchia (μακία = χαμηλή
βλάστηση) απαντάται στις χαμηλότερες πλαγιές και αποτελείται από
Zizyphus, (τζιτζιφιές), Paliurus Kermes (πουρνάρια ) και βελανιδιές. Οι
τεράστιες εκτάσεις με πυκνή βλάστηση, ιδιαίτερα στην περιοχή του
Ξηρολίβαδου, φιλοξενούν αγριογούρουνα, αρκούδες, λύκους και
τσακάλια. Στα δε βορειοδυτικά υπάρχουν τα κόκκινα ελάφια και
ζαρκάδια. Οι αρκουδιάρηδες που τους συναντά κανείς απανταχού στη
Μακεδονία προμηθεύονται τα προς δάμασμα μικρά αρκουδάκια από τα
δάση της Καραφέριας, όπου παγιδεύουν τις αρκούδες με σιδερένιες
παγίδες και βαθειές λακούβες σκαμμένες στο χώμα. Πολύ εντατικό είναι
το κυνήγι των μικρότερων θηραμάτων (λαγοί , φασιανοί, πέρδικες,
ορτύκια, τσίχλες, αγριόπαπιες, χήνες, μπεκάτσες, πετροπέρδικες και
φαλαρίδες ), διότι δεν υφίσταται καμία περιοριστική νομική διάταξη και
επί πλέον ασκείται και από επαγγελματίες κυνηγούς, ιδιαίτερα δε από
αυτούς που κατάγονται από το Ξηρολίβαδο και οι οποίοι έχουν ιδιαίτερες
ικανότητες σ’ αυτό το είδος του κυνηγίου. Το κυνήγι στέλνεται προς
πώληση εκτός Βεροίας είτε ζωντανό είτε σαν σφάγιο, ιδιαίτερα δε προς
τη Θεσσαλονίκη και προς την Κωνσταντινούπολη, ένα μέρος του δε
εξάγεται εκτός Ελλάδας. Τα καλύμματα από δέρματα μεγάλων
θηραμάτων αποτελούν ένα σημαντικό εξαγώγιμο εμπόρευμα. Τα
δέρματα των αγριόχοιρων τα επεξεργάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να
είναι κατάλληλα για την κατασκευή τσαρουχιών .

Η κορυφογραμμή του Βερμίου είναι σχεδόν συνεχόμενη. Το μεσαίο
τμήμα της είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία της κωνοειδούς κορυφής
που φέρει το όνομα Τούρλα (1800 μ.), η οποία χωρίζει την
κορυφογραμμή στα μεν βόρεια στο Agostos Dagh (Ναουσαίικο Βουνό)
και στα δε νότια στην ορεινή περιοχή της Καραφέριας.
Agostos έτσι αποκαλούσαν τν Νάουσα οι Τούρκοι
Dagh στα Τουρκικά σημαίνει βουνό π.χ.΄΄ Οι 40 μέρες του Musadagh΄΄ ο τίτλος του βιβλίου
για τη Σφαγή των Αρμενίων του Franz Werfel
Σε ένα από τα δίκην ταράτσας προωθημένο οροπέδιο του Βερμίου
είναι κτισμένη η Καραφέρια. Ο δρόμος που μας οδηγεί από τον κάμπο σ’
αυτή την πόλη, όταν την πλησιάζουμε , είναι πολύ ανηφορικός και το
οδόστρωμα σε άσχημη κατάσταση. Ο δρόμος αυτός διασχίζει όλη την
Βέροια μέχρι την αγορά και ως το υψηλότερο σημείο την πλατεία, από
όπου κανείς μπορεί να ατενίσει όλη την πεδιάδα μέχρι τη θάλασσα. Από
το σημείο που βρισκόμαστε βλέπει κανείς να ξαπλώνεται προς τα κάτω
δεξιά και αριστερά μας ένα πολυδαίδαλο δίκτυο από στενά σοκάκια Τα
δε σπίτια κολλητά το ένα με το άλλο, με τον επάνω όροφο να προεξέχει
(σιχνασιά), μας προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση σε ότι αφορά την
σταθερότητά τους. Αυτό πάλι οφείλεται στο γεγονός ότι οι χαμηλοί
όροφοι είναι χτισμένοι από κίτρινη χονδρόκοκκη πωρόπετρα . Η
πωρόπετρα αποτελεί σημαντικό συστατικό του υπεδάφους του Βερμίου,
όπου η εξόρυξη και η επεξεργασία της είναι πολύ εύκολη και έτσι
αντιρροπείται το μειονέκτημα της αυξημένης αντίστασης της στις κακές
καιρικές συνθήκες. Η πωρόπετρα επίσης χρησιμοποιείται για την
επίστρωση δρόμων και αυλών.
Τα ερείπια των παλαιών χτισμάτων μαρτυρούν την παραδοσιακή
χρήση της πωρόπετρας στη περιοχή του Βερμίου. Μία ακόμα προσφορά
του Βερμίου στην Καραφέρια αποτελεί η αφθονία των νερών που
προσδίδουν γοητεία στον τόπο.
X) V. Hilbert, Sitzungsberichte der Math.-natnrw. KIasse der Kaiserliche
Akademie der Wisenschaften CX 177. Cvivijc, Osnove za . geogratiju i geologijiuuhj..Makedonijie
Stare Srbije I 384 ff.

Τρία ποτάμια πηγάζουν από τις πλαγιές του και εφορμούν προς την πόλη
δημιουργώντας καταρράκτες που παράγουν το γνωστό θόρυβο του
ορμητικά τρεχούμενου νερού, και αυτό το νερό αφού διοχετευτεί σε
άπειρα κανάλια που ρέουν εντός και πέριξ της πόλης και θέτουν μύλους
σε κίνηση , καταλήγει στα χαμηλότερα , για να χρησιμοποιηθεί στην
άρδευση των μπαξέδων και των χωραφιών. Τελικά αφού ενωθούν και
πάλι, δημιουργούν τον ποταμό Τριπόταμο, ο οποίας τώρα πλέον ρέει
ήρεμα σε βορειοδυτική κατεύθυνση και τα νερά από την Καραφέρια θα
καταλήξουν στη λίμνη των Γιαννιτσών.
Τα τρία ποτάμια φέρουν τα παρακάτω ονόματα με την ακολουθία
μίας δυτικοανατολικής πορείας: 1ον) Ilidsche 2ον) Ana Dere και 3ον ) το
Juftiko (Γύφτικο). Το μεσαίο από αυτά είναι το μεγαλύτερο και για αυτό
το ονομάζουν το ΄΄Μητρικό΄΄. Το Γύφτικο είναι το καθαυτό ρέμα που
διασχίζει την πόλη. Γοητευτικό και προσαρμοσμένο κατά το ανατολίτικο
κέφι κατευθύνει τη ροή του προς τα βορεινά του κάμπου. Τα νερά του
αφρίζουν, όταν τρέχουν πάνω από πέτρες και βραχάκια, και εκχύνονται
σε μία βαθιά πέτρινη κοίτη που σκεπάζεται από πλατάνια , οξυές και ιτιές
, και τα τοιχώματά της οποίας είναι εξολοκλήρου επενδυμένα με αειθαλή
αναρριχόμενα φυτά. Ξύλινες γεφυρούλες, με ετοιμόρροπα ξύλινα
κάγκελα πάνω από τα λικνιζόμενα κυματάκια και σε σεβαστό ύψος από
τη στάθμη του νερού, μας οδηγούν σε πάρα πολλά καφενεία.
Μεταξύ Βέροιας και Θεσσαλονίκης αναφέρει ο Aelian(Αιλιανός) h. a.
XV 1 έναν ποταμό, τον Αστραίο. Επειδή όμως τα αρχαία ονόματα όλων
των ανεξάρτητων ποταμών μεταξύ Βέροιας και Θεσσαλονίκης είναι
γνωστά, εμφανίζονται δυσκολίες στον εντοπισμό του. Ο Gottlieb
Friedrich Tafel στο βιβλίο του ΄΄De Salonica eiusque agro geographico΄΄.
Berlin 1839, 312 f τνο συγχέει με τον Αξιό- Βαρδάρη, o Leake στο Travels
in Northern Greece III 292 f. 46 6 τον παρομοιάζει με τον Αλιάκμονα-
Wistritza και ο N.Oberhummer , στην εγκυκλοπαίδεια Pauly-Wissowa΄΄
Realenzyklopedie΄΄ θέλει να αναγνωρίζει τον ποταμό Κοτίχας ( Kotichas
(Kutika)), που είναι μία βορειότερη υδάτινη εισροή του Αλιάκμονα. Η
γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για το δικό μας Τριπόταμο, καθώς μας
εφιστά την προσοχή και ο Ν.Oberhummer στο Nonnos Dionys XLI 212 ff
(Νόννος Διον.), όπου αναφέρεται μία νύμφη με το όνομα Αστραί,α
θεραπαινίδα της ηρωίδας Βέρροιας και από τη σημασία που έχουν τα
ποταμάκια που σχηματίζουν τον Τριπόταμο για την Καραφέρια, όπως
προκύπτει από την αφήγησή μας.
Κάνε σύγκριση με R. Kiepert, Formae orbis antiqni XVI Text 1 f.
Ο Αιλιανός μας αφηγείται ότι στον ποταμό κατοικεί ένα πολύχρωμο ψάρι
που τρέφεται από ένα έντομο που το λένε Hippuris . Για την αλιεία αυτού
του ψαριού οι ψαράδες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ίδιο το
έντομο, διότι με το άγγιγμα χάνεται η λάμψη του και έτσι γίνεται
ακατάλληλο. Οπότε σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν για τη σύλληψή του
κάποιο δόλωμα, που να μοιάζει στην μορφή και στο χρώμα με το
πραγματικό έντομο. Φαίνεται ότι πρόκειται για μία Λιβελούλα, απ’αυτές
που σε διάφορες ποικιλίες βρίσκονται σε αφθονία στους πρόποδες του
Βερμίου. Αν το ανάλογο ψάρι που να αντιστοιχεί στην αφήγηση του
Αιλιανού υπάρχει όντως στον Τριπόταμο , δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω.
Πιθανολογώ ότι πρόκειται για κάποιο είδος πέστροφας.
Μία τοποθεσία όπου κάποιος μπορεί ευχάριστα να περνάει την ώρα
του, δηλαδή να τεμπελιάζει, υπάρχει στα νοτιοδυτικά της Καραφέριας ,
όπου σε μία αρκετά υπερυψωμένη τοποθεσία υπάρχει μία φυσική
ταράτσα που μετατράπηκε σε ένα ευχάριστο σκιερό παρκάκι, από όπου
κάποιος έχει μία υπέροχη θέα στην πόλη και στον κάμπο (προφανώς ο
συγγραφέας εννοεί το σημερινό πάρκο της Ελιάς).
Στον κάτω Γύφτικο, στην Καραφέρια
Η Καραφέρια είναι μία πολύ όμορφη πόλη , με μεγάλη κυκλοφορία,
εμπορική κίνηση και βιομηχανία, που την καθιστούν ιδιαίτερα
εξαιρετική. Έχει 2.800 σπίτια και 13.900 κατοίκους: απ’ αυτούς 5500
είναι Μωαμεθανοί, 5000 Γκραικοί και 2000 Βλάχοι, 800 Τσιγγάνοι και
600 Ισπανοεβραίοι (Σεφαραδίτες). Στον μωαμεθανικό πληθυσμό πρέπει
να συνυπολογίσουμε και κάπου 1500 Λαλιώτες καταγόμενους από το
Elis της Πελοποννήσου . Πρόκειται για ένα από τα πρώην αλβανικά
φύλα, που εισέβαλαν στο Μωριά και κατά τον 17ο αιώνα, κατά τη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ασπάσθηκαν το Ισλάμ. Αυτοί οι Λαλιώτες,
αφού πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση ενάντια στην επίθεση των Ελλήνων
κατά την εποχή του Απελευθερωτικού Αγώνα από τον τουρκικό ζυγό,
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα μέρη της διαμονής τους και αρχικά
μαζί με τα κοπάδια τους πορεύθηκαν προς την Πάτρα . Κατόπιν
εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία για να πορευθούν εν μέρει βορειότερα.
Η πόλη διαιρείται σε 12 (ή 16 κατά άλλες πηγές) συνοικίες, που θα
αναφερθούν παρακάτω, και το προάστιο Warusi (Βαρώσι) το οποίο
κατείχαν εξ ολοκλήρου από Γραικούς.
•) Vgl. G. Weigand. Die Aromunen 1219, 280 BW. 280. dessen Schätzungen jedoch
au niedrig’ ausgefallen sind.