Μελέτη με θέμα “Πολιτιστική Ανάπτυξη … η Εναλλακτική Ανάπτυξη” έχει εκπονήσει ο Διευθυντής της ΚΕΠΑ του Δήμου Βέροιας Γιάννης Καμπούρης, η οποία θα παρουσιαστεί το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαίου.  Στην εισαγωγή της μελέτης ο Γιάννης Καμπούρης γράφει:

“Πάνε πολλά χρόνια από την πρώτη πρόταση που κατέθεσα στο τότε ΔΣ της ΔΕΤΟΠΟΚΑ, για την πολιτιστική πολιτική σε επίπεδο δήμου (ήταν το 2001). Η πρόταση εκείνη δεν είχε καμιά τύχη, δεν έτυχε βέβαια της απόρριψης, αλλά της αδιαφορίας. Οι όποιες παθογένειες εντόπιζε δεν έχουν αρθεί, εξακολουθούμε να πορευόμαστε χωρίς σαφή πολιτιστική πολιτική, στόχους και προοπτική. Θεωρώ ότι κάποια στιγμή αξίζει να διερευνήσουμε τη φύση αυτής της πραγματικότητας, αν δηλαδή είναι απόρροια μιας αδυναμίας, ή αποτελεί συνειδητή επιλογή. Η πρώτη περίπτωση δεν έχει ανάγκη κάποιας ιδιαίτερης προσέγγισης. Η δεύτερη περίπτωση εδράζεται στο γεγονός, ότι αντικειμενικά η κατάσταση αυτή εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένους στόχους, έτσι που να μπορούμε να τεκμηριώσουμε το βάσιμο αυτής της υπόθεσης. Ανεξάρτητα όμως από την τελική εκτίμηση, αν συμφωνήσουμε δηλαδή ή όχι στα αίτια αυτής της αδυναμίας, πρέπει να επιμείνουμε στην άρση της. Από το 2001 ορισμένα δεδομένα που αφορούν τον πολιτισμό έχουν ανατραπεί, άλλα άλλαξαν, άλλα δεν υφίστανται και νέα έχουν ανακύψει. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η εκ νέου θεώρηση της ακολουθητέας πολιτιστικής πολιτικής, με βάση τα σημερινά δεδομένα και τη σημερινή πραγματικότητα. Η συγκρότηση και υλοποίηση μιας πολιτιστικής πολιτικής, μιας πολιτικής που θέτει στόχους, προσδιορίζει μέσα και μεθόδους είναι αδήριτη ανάγκη. Η υιοθέτησή της είναι ζωτική εκτός των άλλων και για την αναγκαιότητα καθορισμού κάποιων “μετρήσιμων” αποτελεσμάτων, που θα δικαιώσουν ή όχι τις όποιες επιλογές μας στο χώρο του πολιτισμού. Επιπλέον η ύπαρξή της θα εξοστρακίσει τις όποιες άσχετες με τον πολιτισμό πολιτικές από το χώρο, πολιτικές από τις οποίες τόσο έχει υποφέρει. Ακόμα θα εξοστρακίσει όσους ενεργοποιούνται περιστασιακά και ευκαιριακά στο χώρο, προσδοκώντας ίδια οφέλη. Η πρόταση αυτή έχει ως πρώτιστο στόχο τη διατύπωση μιας κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης και ρεαλιστικής πρότασης για τη στρατηγική μας, αλλά και για τις τακτικές μας επιλογές στο χώρο του πολιτισμού. Πρέπει να διευκρινίσω ότι η πρώτη ανάλογη πρόταση – εργασία δεν ήταν προϊόν κάποιας ανάθεσης. Αυτό δε μου ζητήθηκε από κανένα, η σύνταξή της ήταν αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής. Αντίστοιχα και η σημερινή επικαιροποιημένη πρόταση, είναι και αυτή προϊόν προσωπικής πρωτοβουλίας. Σκοπός μου είναι να εκφράσω προσωπικούς προβληματισμούς και προτάσεις. Να δώσω τη δική μου οπτική για το σήμερα και το αύριο του πολιτισμού στο Δήμο Βέροιας, με βάση πάντα ένα θεωρητικό υπόβαθρο που περιέχεται στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής. Μόνη φιλοδοξία είναι να λειτουργήσει η πρόταση αυτή, ως καταλύτης για μια συζήτηση αλλά και για τις αναγκαίες αποφάσεις γύρω από το θέμα αυτό. Ειλικρινά απορώ και αυτό είναι το βασικό κίνητρο που με ώθησε να ασχοληθώ με τη σύνταξη αυτής της πρότασης. Είναι δυνατόν να επενδύονται τόσα χρήματα, χρόνος και γενικά πόροι, σε μια πολιτική που δεν έχει ξεκαθαρισμένους στρατηγικούς στόχους, προσδιορισμένα μέσα και μεθόδους, μη “μετρήσιμα” αποτελέσματα ; Δυστυχώς ναι. Και στο χώρο του πολιτισμού απλώς αναπαράγεται η ίδια τακτική και μεθοδολογία που ακολουθείται στο σύνολο των επιμέρους τομέων της ζωής μας. Χρήματα, χρόνος, δυναμικό και πόροι διατίθενται, χωρίς συγκεκριμένη προοπτική και αξιολόγηση. Και αν αυτή η πραγματικότητα σε καιρούς έστω και πλαστής “ευμάρειας” δεν απασχολούσε κανένα, δε μπορεί να ισχύει το ίδιο και σήμερα.
Και βέβαια ο χώρος του πολιτισμού έχει να αντιπαλέψει και με ένα ακόμη αρνητικό δεδομένο. Την έλλειψη γνώσης ή παρερμηνείας σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του όρου πολιτισμός, δεδομένα που οδηγούν σε στρεβλώσεις και παράγουν συνήθως αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, όσο καλές προθέσεις και αν υπάρχουν σε σχέση με το επιδιωκόμενο. Είναι λυπηρό ακόμα το γεγονός, ότι από τους “φορείς” αυτών των αδυναμιών, ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν συνείδηση του προβλήματος. Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι οι “φορείς” αυτοί δεν ενσκήπτουν στα ζητήματα του πολιτισμού με το σεβασμό και την ευθύνη που τους αρμόζει. Είναι τελικά εσκεμμένα ή όχι, οι υπαίτιοι της κατασπατάλησης πόρων και δυναμικού σε ατελέσφορες πολιτικές στην καλύτερη 3
περίπτωση. Καθυποτάσσουν τις πολιτικές για τον πολιτισμό στην εξυπηρέτηση προσωπικών σχεδιασμών. Ο πολιτισμός κατά κανόνα αντιμετωπίζεται ως ένα πάρεργο που αντί να παράγει ιδέες, αλήθειες, γνώση, τελικά σπαταλά με ανούσιες πρακτικές και τους ελάχιστους πόρους που διατίθενται σε αυτόν. Ακυρώνουμε με τις ακολουθούμενες επιλογές μας το μόνο μέσο που μπορεί να διαμορφώσει τους “ανθρώπους” που λείπουν από τη σημερινή κοινωνία. Αυτό δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι ο προβληματισμός και η ενασχόληση με τα ζητήματα του πολιτισμού ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία ανθρώπων. Ο πολιτισμός μπορεί και πρέπει να είναι ένα “κοινό” αγαθό. Όμως όσοι έχουν ειδικά την ευθύνη της “διαχείρισής” του, πρέπει να ενσκήψουν πάνω του με την αίσθηση μιας ιδιαίτερης ευθύνης. Αυτοί έχουν το χρέος να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ικανό να παράγει το νέο, ένα πολιτιστικό βιότοπο που θα προστατεύει και θα ενισχύει τη δημιουργία, θα αναδείξει τον πολιτισμό σε δομικό στοιχείο της κοινωνίας, μια ευθύνη ιδιαίτερα σημαντική και ταυτόχρονα απαιτητική. Και ενώ κανείς δε διανοείται να υποκαταστήσει την επιστημονική γνώση με την εμπειρία, κάποιοι αισθάνονται ικανοί και επαρκείς να υποκαταστήσουν τη σύνθετη διαδικασία παραγωγής και διαχείρισης του πολιτιστικού προϊόντος, με μια δική τους προσωπική “αυτοφυή” οπτική και αντίληψη για τον πολιτισμό. Και όχι μόνο αυτό, προσπαθούν αυτή την αντίληψη να την επιβάλλουν με “διοικητικά” μέσα. Η αυτογνωσία βέβαια δεν είναι το χαρακτηριστικό τους. Τα θέματα του πολιτισμού δε μπορεί να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο συγκυριακών πολιτικών “αναγκαιοτήτων”. Πρέπει να χαρακτηρίζονται από μια πολιτική που έχει προοπτική, μέσα και στόχους, μια πολιτική που εδράζεται κυρίως στη βαθιά γνώση του περιεχομένου του. Η προσέγγιση του πολιτισμού, η αναγκαία “γνώση” που τον συνοδεύει, κατακτάται μέσα από την ενασχόληση με τα ζητήματα που τον αφορούν, με ανοικτούς ορίζοντες και διάθεση για “μάθηση”. Μέσα από ένα ειλικρινή διάλογο, μια διαδικασία που λειτουργεί αλληλεπιδραστικά, δηλαδή ως κατάκτηση της γνώσης και ταυτόχρονα ως διαδικασία διαμόρφωσης και παραγωγής γνώσης. Πρέπει ακόμα να μας προβληματίσει το περιβάλλον που θα στηρίξει την πολιτιστική δημιουργία, οι όροι που θα βοηθήσουν την παραγωγή της, ο σκοπός και ο ρόλος της στην κοινωνία. Μας ενδιαφέρει η διαμόρφωση ενός συγκροτημένου πλαισίου που θα αφορά την παραγωγή, ενίσχυση και διαχείριση των παραγόμενων πολιτιστικών προϊόντων. Όλα αυτά πάντα στην προοπτική της ανάδειξης του πολιτισμού σε μια δυναμική συνιστώσα της όλης προσπάθειας για ανάπτυξη. Γιατί ποιος άλλος λόγος μπορεί να δικαιολογήσει τη διάθεση πόρων και δυναμικού στον πολιτισμό, εκτός από την αποδεδειγμένη συνεισφορά του στη διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνίας ; Η αξιωματική αποδοχή της αλήθειας αυτής δεν είναι στις προθέσεις μου. Η ορθότητά της πρέπει να αποδειχθεί και με τον τρόπο αυτό θα τεκμηριωθούν και θα εδραιωθούν οι όποιες πρωτοβουλίες αναπτυχθούν προς αυτή τη κατεύθυνση, θα “αιτιολογηθούν” οι όποιοι πόροι και δυναμικό διατεθούν. Έτσι στην πρόταση αυτή περιλαμβάνονται και ορισμένα κεφάλαια που έχουν θεωρητικό και μόνο περιεχόμενο, κρίνονται όμως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των σκοπών της. Βέβαια μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το περιεχόμενο τους, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, ή να συμφωνήσει εν μέρει. Στην περίπτωση διαφωνίας όμως ή διαφοροποίησης, οφείλει να αντιπαραθέσει με τρόπο τεκμηριωμένο τη δική του αντίληψη, να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και επιλογές για το τι πρέπει να γίνει. Τότε μόνο μπορεί να δημιουργηθεί μια καλή βάση για συζήτηση, που είναι και ο προσφορότερος τρόπος για να καταλήξουμε στις καλύτερες δυνατές επιλογές. Σε ορισμένα σημεία της πρότασης προβάλλονται οι αντίστοιχες καλές πρακτικές άλλων πόλεων και οργανισμών. Παρατίθενται κυρίως ως παραδείγματα, από τα οποία μπορεί κανείς να αντλήσει ερεθίσματα, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τις δικές του ιδέες. Ακόμα κάποιες από τις προτάσεις συναντώνται οι ίδιες σε διαφορετικά κεφάλαια. Αυτό γίνεται γιατί οι προτάσεις αυτές απαιτούν συνέργεια με άλλες δράσεις και έτσι προκύπτει η ανάγκη της αναφοράς τους σε αυτά, ώστε να γίνει αντιληπτή αυτή η πραγματικότητα, να αποτυπωθεί το “πλέγμα” που επιδιώκεται να δημιουργηθεί.
Τελικός σκοπός της όλης εργασίας, παραμένει η διαμόρφωση προτάσεων με χρηστικό περιεχόμενο σε ότι αφορά τη καθημερινότητα μας, αλλά και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση 4
παρεμβάσεων που θα υπηρετούν το θεμελιακό στρατηγικό στόχο, που δεν είναι άλλος από τη γενικότερη ανάπτυξη της κοινωνίας. Θα πρέπει τέλος να τονιστεί ότι σε πολλά σημεία το θεωρητικό μέρος της εργασίας εμπλέκεται με το τεχνοκρατικό, αλλά αυτό έγινε σκόπιμα. Είναι μέρος της προσπάθειας να τεκμηριωθούν πολλαπλά τα γραφόμενα, παρόλο που μια τέτοια προσέγγιση είναι τελικά κουραστική και για τον γράφοντα αλλά και για το αναγνώστη.