Πρωτοβουλίες για να βρεθεί οριστική λύση και να αρθεί το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τη βιώσιμη λειτουργία της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης αναπτύσσονται από την πλευρά της κυβέρνησης.

Στο πλαίσιο αυτό έχει προγραμματιστεί συνάντηση των εργαζομένων στην ΕΒΖ και των συνεργαζόμενων τευτλοπαραγωγών σήμερα, Παρασκευή με τον υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη και τον αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Βαγγέλη Αποστόλου. Η συνάντηση είχε προγραμματιστεί να γίνει την περασμένη Τετάρτη αλλά αναβλήθηκε λόγω του ταξιδιού του κ. Λαφαζάνη στο Αζερμπαϊτζάν.
Εργαζόμενοι και τευτλοπαραγωγοί επιθυμούν να λάβουν εγγυήσεις από τους υπουργούς για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης και κυρίως για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού της ΕΒΖ που ανέρχεται σήμερα σε 21 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς όμως, η όλη προσπάθεια κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Όπως εξηγούν, οι υπουργοί δεν είναι αρμόδιοι, καθώς η εταιρεία μετά τη διάσπαση της Αγροτικής Τράπεζας σε «καλή» και «κακή» βρίσκεται υπό τον έλεγχο ειδικού εκκαθαριστή, ο οποίος έχει διοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος με στόχο να πουλήσει την εταιρεία.
Επίσης, για αυτούς που γνωρίζουν, η τύχη της βιομηχανίας είναι συνυφασμένη με τις προθέσεις της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία είναι ο βασικός πιστωτής της ΕΒΖ και χάρη στις περυσινές και εφετινές οικονομικές ενέσεις της τράπεζας η εταιρεία βρίσκεται ακόμη σε λειτουργία. Εν ολίγοις υποστηρίζουν ότι επειδή το πρόβλημα της εταιρείας έχει να κάνει με τη ρευστότητα οι δύο υπουργοί δύσκολα θα μπορέσουν να βρουν λύση, εκτός ίσως από μια παρέμβαση Λαφαζάνη προς τη ΔΕΠΑ για ρύθμιση οφειλών.
Παράλληλα, οι εργαζόμενοι εκτός από τη δικαιολογημένη αγωνία για τις δουλειές τους κατεβαίνουν στις συναντήσεις με αίτημα την επαναλειτουργία των εργοστασίων σε Σέρρες και Ορεστιάδα, όταν οι ζημιές μόνο από τη λειτουργία του μοναδικού εργοστασίου της ΕΒΖ στο Πλατύ Ημαθίας είναι δυσθεώρητες.
Ρεαλιστική κρίνεται η αναφορά του υπουργού Εθνικής Αμυνας και προέδρου των Ανεξάρτητων Ελλήνων κ. Πάνου Καμμένου σε πρόσφατη συνέντευξη, όταν ερωτώμενος για τις αποκρατικοποιήσεις έκανε ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση της ΕΒΖ λέγοντας πως η εταιρεία θα μπορούσε να πουληθεί ακόμη και χωρίς τίμημα, αρκεί ο επενδυτής να δεσμευθεί για επενδύσεις που θα εξασφάλιζαν τη λειτουργία της. Η πρόταση αυτή έρχεται βεβαίως σε αντίθεση με τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συμφωνούσε με την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας.
Τα τρία προηγούμενα χρόνια και ύστερα από ισάριθμες αποτυχημένες προσπάθειες πώλησης του 82% από τον ειδικό εκκαθαριστή προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο πήχης για την πώληση της ΕΒΖ ήταν ιδιαίτερα ψηλός.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόταση της γαλλικής Cristal συνολικού ύψους 115 εκατ. ευρώ, που κάλυπτε ένα μέρος των απαιτήσεων του εκκαθαριστή και μεγάλο ποσό από τα δάνεια της Πειραιώς (συνολικά ανέρχονται σε 130 εκατ. ευρώ), είχε απορριφθεί, ενώ αν υποβαλλόταν σήμερα θα γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό.
Ποια είναι όμως η σημερινή κατάσταση της ΕΒΖ; Η εταιρεία χρωστά 10 εκατ. ευρώ στη ΔΕΠΑ, 9 εκατ. ευρώ στους τευτλοπαραγωγούς από τη συγκομιδή του 2014 και περίπου 2 εκατ. ευρώ σε τρίτους (μεταφορείς κ.ά.).
Μάλιστα πριν από λίγες ημέρες η Τράπεζα Πειραιώς χορήγησε δάνειο 10,5 εκατ. ευρώ στην ΕΒΖ και η εταιρεία εξόφλησε μέρος των απαιτήσεων των τευτλοπαραγωγών που συνολικά έφθαναν τα 19,5 εκατ. ευρώ. Οι τελευταίοι ζήτησαν εγγυήσεις από τη διοίκηση της ΕΒΖ για να σπείρουν κι εφέτος τεύτλα, αλλά η διοίκηση ανταπάντησε ότι όσο δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας δεν μπορεί να κάνει καμία ανακοίνωση για την τιμολογιακή πολιτική του 2015.
Εν τω μεταξύ τα πρώτα μηνύματα από τις πρωτοβουλίες αναδιάρθρωσης που έλαβε η εταιρεία το περασμένο καλοκαίρι δεν είναι ενθαρρυντικά, αφού παρά τη μείωση των δαπανών με τη διακοπή λειτουργίας δύο εργοστασίων το κόστος παραγωγής παραμένει δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις τιμές πώλησης της ζάχαρης, εξ ου και οι υπέρογκες ζημιές των 48 εκατ. ευρώ τη χρήση 2013-2014. Ειδικότερα, το κόστος για την παραγωγή ενός τόνου ζάχαρης παραμένει σε μη ανταγωνιστικά επίπεδα, στα 700 ευρώ ο τόνος, όταν η τιμή πώλησης είναι 400 ευρώ ο τόνος.

Newsroom ΔΟΛ