biblio- klhmhsΟι αναγνώστες της εφημερίδας μας είχαν την τύχη να απολαύσουν τα γραπτά του Δημήτρη Κλήμη που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες της. Γραπτά που γυρίζουν το χρόνο πίσω με αναμνήσεις από μια Βέροια που έφυγε αλλά άφησε σημάδια στο μυαλό και τις καρδιές αυτών που την έζησαν.
Δεν μοιάζουν τα κείμενα του Κλήμη με κανένα των γνωστών χρονογράφων μας, μολονότι ο καθένας τους είχε τη δική του γραφή και το δικό του τρόπο σκέψης. Σ΄ αυτά ο αναγνώστης δεν μένει τόσο στην ικανοποίηση της περιέργειας να πάρει πληροφορίες, να μάθει γεγονότα, να διαβάσει περιγραφές της πόλης. Μένει περισσότερο στις απίστευτες λέξεις και στο δεξιοτεχνικό τρόπο που τις βάζει στη σειρά ο συγγραφέας ,εντυπωσιάζοντας με το συγγραφικό του ταλέντο. Ρέουν κελαρυστά, άγνωστες και ξεχασμένες από την αχρησία τους δημιουργώντας εικόνες ζωντανές. Τόσο που μπορείς να τις μυρίσεις, να τις αισθανθείς με όλες σου τις αισθήσεις. Για παράδειγμα στο κείμενο με τίτλο «Πίσω από τις αράχνες…» ο Δημήτρης Κλήμης γράφει:
«Ήταν πάντοτε, η είσοδος στην πόλη μου, στη Βέροια, εύκολη από κάθε πλευρά της. Δρόμοι χωμάτινοι απλοί, για πεζούς και κάρα οι στρωμένοι με πέτρα, κροκάλα ποταμίσια, το περίφημο καλντερίμι, σ΄ οδηγούσανε στο κέντρο της. Στενά σοκάκια, λαβύρινθοι ίσως, αλλά βατά και γρήγορα. Σε δεχότανε καλοσυνάτα, με τις όσες μύριες μυρωδιές της, από πετσί και δέρμα, λάδι από σουσάμια, ταμπάκο και μπαχαρικά, αλλά και πολύ καβαλίνα.
Όλη η καβαλίνα ανάμεικτη από Αγελάδες- Άλογα- Κατσίκες έκαναν μια ειδική σύνθεση οσμής, ένα σύνθετο τελικά θυμίαμα, που υψωνόταν κατακόρυφα στον ουρανό, αφού πρώτα κάλυπτε την πόλη, ωσάν θυσία στον Κύριο, για την αφθονία και τον πλούτο των αγαθών της γης, που απλόχερα χάριζε καρπίζοντας αυτή. Ήταν μια λιγωμένη θηλυκιά ύπαρξη, με μόσχους μυρωδιάς από βρεγμένο χώμα, στους κόρφους και στα λαγανά της. Ήταν μια Άγια πόλη.
Τα κελαρυστά τρεχούμενα νερά και τα διάφανα αυτά του Τριποτάμου, που βιαστικός διέσχιζε κάθετα την πόλη, άφηναν να αιωρούνται σταγονίδια δροσιάς το πρωί και όλο αυτό το δρολάπι, αχνιστά κυλιότανε πάνω της, πότε φιδοσερνάμενο χαμηλά, ίσαμε το χώμα και πότε ορμούσε στα ψηλά, κοντά στους προεξέχοντες οντάδες και σαχνισιές. Εκεί συναντούσε τα κόκκινα πρωινά βέλη του ήλιου, που έβαφε τον ουρανό χρυσαφί και οι σκιές της νύχτας τραβιόντουσαν» (…)
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια νοσταλγία, αλλά και την υφέρπουσα πικρία του συγγραφέα όχι για τις αναμνήσεις που άλλοτε τον βασανίζουν και άλλοτε τον τέρπουν αλλά για όλα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει στην ώρα τους. Γεγονός που ενδεχομένως τον ταυτίζει με αυτόν που τον διαβάζει.
Επιστρέφοντας και πάλι σ΄αυτό καθ΄αυτό το βιβλίο, ο Δημήτρης Κλήμης συγκέντρωσε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα και τα έδεσε σ΄ ένα βιβλίο με τίτλο «Αναδρομές στην Ημαθία γη…» δίνοντας τη δυνατότητα και σε όσους δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν μέσα από τις λέξεις και τα νοήματά τους να το κάνουν έστω και τώρα.
Την επιμέλεια του εξώφυλλου είχε η Φωτεινή Χαμιδιελή ενώ προλογίζουν ο Θεόδωρος Πολυχρονιάδης και ο αδελφός του συγγραφέα Όμηρος Κλήμης.
Στα περιέχομενα του βιβλίου υπάρχουν εκτός από τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στη «Βέροια» από το 2009 μέχρι σήμερα και γραπτά του κ. Κλήμη στην τοπική εφημερίδα «Εξόρμησις» το 1965 και 1966.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
(Από το βιογραφικό σημείωμα που περιέχεται στο βιβλίο)

«Ο Δημήτρης Κλήμης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1936. Από το 1937 μόνιμα στη Βέροια μεγαλώνει με τα άλλα δύο του αδέλφια.
Οι γονείς του το 1920 είχαν ενωθεί στο Κινίκ της Περγάμου.
Κατοχή. Πηγαίνει στο Δημοτικό και στις σχόλες του γνωρίζει τη Βέροια.
Η καρδιάτου πιάνεται από τις πέτρες της κι από τα χόρτα, στα στενοδρόμια της, ενώ το φως της, αντιστέκεται στις ματιές του ακόμη. Τη ψάχνει!!!
Μετά Γυμνάσιο και δουλειά, όπου αυτή βρεθεί.
Στη μεγάλη άμυαλη απεραντοσύνη, ο δικός του καιρός είναι πολύ μικρός και στενός όσο μια ζωή».
Νικολέττα Φλιάταρη